-
1 μαιεύομαι
μαι-εύομαι, (3 c. acc., bring to the birth, Marin.Procl.6; ὄρνιθας μ. hatch chickens, Anon. ap. Suid.; αἰετὸν κάνθαρος μαιεύσομαι, prov. of taking vengeance on a powerful enemy, Ar.Lys. 695 (cf. Sch.).II [voice] Act., Poll. 4.208, Sch.Opp.H.4.506:—[voice] Pass., τὰ ὑπ' ἐμοῦ μαιευθέντα brought into the world by me, Pl.Tht. 150e, cf. Philostr.VA5.13.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μαιεύομαι
См. также в других словарях:
μαιεύω — και μαιεύομαι (AM μαιεύομαι) [μαία] 1. (για μαία και μαιευτήρα) βοηθώ επίτοκη να γεννήσει, ξεγεννώ 2. αποσπώ απάντηση ή ομολογία με τη μαιευτική τέχνη τού Σωκράτους, εκμαιεύω μσν. αρχ. μτφ. φέρνω στο φώς, εμφανίζω για πρώτη φορά αρχ. 1. ενεργώ ως … Dictionary of Greek